- παναγίου
- πανάγιοςall-holymasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek
Σταυροφορίες — Ονομάζονται έτσι οι πολεμικές εκείνες επιχειρήσεις των Δυτικοευρωπαίων (11ος 13ος αι.), που εγκαινιάζονται με πρωτοβουλία των παπών και στόχο την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων από τους Μωαμεθανούς και ειδικότερα από τους Σελτζούκους Τούρκους, και… … Dictionary of Greek
Αθανασιάδης, Κύριλλος — (19ος αι.). Αρχιμανδρίτης του πατριαρχείου Ιεροσολύμων, από την Περίσταση Θράκης (1825 48). Υπήρξε επίσης διευθυντής της Θεολογικής Σχολής του Σταυρού και αντιπρόσωπος του Παναγίου Τάφου στην Αθήνα και τη Σμύρνη. Δημοσίευσε ιστορικές και… … Dictionary of Greek
Ειρηναίος Α’ — (Εμμανουήλ Σκοπελίτης, Σάμος 1939 –). Πατριάρχης Ιεροσολύμων και πάσης Παλαιστίνης (2001–). Εγκαταστάθηκε στα Ιεροσόλυμα το 1953 όπου και φοίτησε στην εκεί πατριαρχική σχολή, ενώ στη συνέχεια σπούδασε στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών … Dictionary of Greek
Ιερουσαλήμ ή Ιεροσόλυμα — (εβρ. Yerushalayim, αραβ. Al Quds). Πόλη (622.091 κάτ. το 1997) του Ισραήλ. Βρίσκεται στο κεντρικό υψίπεδο της ιστορικής και γεωγραφικής περιοχής της Παλαιστίνης, στην ιστορική περιοχή της Ιουδαίας και σε υψόμετρο που ποικίλλει από περίπου 720 μ … Dictionary of Greek
αποκαθήλωση — Στη χριστιανική θρησκεία, Α. ονομάζεται η απόσπαση από τον σταυρό του μαρτυρίου του σώματος του Ιησού από τον Ιωσήφ, που καταγόταν από την Αριμαθαία. Ο Ιωσήφ μαζί με τον Νικόδημο κατέβασαν από τον σταυρό το σώμα, το άλειψαν με μύρα, το τύλιξαν σε … Dictionary of Greek
ηράκλειος — I Όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (610 641 μ.Χ.), η βασιλεία του οποίου αποτέλεσε σταθμό για τη βυζαντινή ιστορία. Τα μεγάλα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει ο Η. ήταν εξωτερικά (η περσική απειλή από τα Α και η … Dictionary of Greek
ορατόριο — Μουσική σύνθεση, θρησκευτικού γενικά χαρακτήρα, παραπλήσια με την όπερα, αλλά χωρίς σκηνική δράση, σκηνικά και κοστούμια. Με τη μορφή αυτή, το ο. επιβλήθηκε τα πρώτα χρόνια του 17ου αι. ως συνέχεια της μεσαιωνικής λάουντας (αίνος) και των… … Dictionary of Greek
παναγιότητα — η 1. η ιδιότητα τού πανάγιου, πανιερότητα, πανοσιότητα 2. τιμητικός τίτλος τού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανάγιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1706 στον Φρ. Προσαλέντη] … Dictionary of Greek